- ὑπόψυχρος
- ὑπόψυχροςsomewhat coldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόψυχρος — η, ο / ὑπόψυχρος, ον, ΝΜΑ κάπως ψυχρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός 2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα) β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψυχρός] … Dictionary of Greek
ὑπόψυχρον — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc sg ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψύχροις — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψύχρου — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψύχρους — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψύχρων — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψύχρῳ — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόψυχρα — ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόψυχροι — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσιά — Βλ. λ. δρόσος. * * * και δροσά, η (AM δροσία Α και δροσίη Μ και δροσά) [δρόσος] η δρόσος μσν. νεοελλ. 1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος 2. δροσερό, σκιερό μέρος 3. φρεσκάδα, ομορφιά 4. ευχαρίστηση, χαρά 5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» δεν αξίζουν… … Dictionary of Greek